- περισαίνω
- ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.